ασκίσιος

ασκίσιος
-α, -ο [ασκί]
αυτός που διατηρείται μέσα σε ασκί («ασκίσιες ελιές», «ασκίσιο τυρί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασκί — το (AM ἀσκίον) 1. δερμάτινος σάκος, τουλούμι 2. ποσότητα όση χωρά σ ένα ασκί («ένα ασκί κρασί») νεοελλ. φρ. 1. «βρέχει με τ ασκί» βρέχει ραγδαία 2. «τον έκανε ασκί στο ξύλο» τον έδειρε πολύ 3. «δεν έχει πάει με δικό του ασκί στο μύλο» δεν έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”